- παρελώνω
- [παρέλα]1. ναυτ. ενώνω, συναρμολογώ δύο ξύλα μεταξύ τους2. κατασκευάζω παρέλα, πολύσπαστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέλωμα — το [παρελώνω] 1. ναυτ. ένωση, συναρμολόγηση δύο ξύλων, η συμβολή τους 2. αγκύρωση μεγάλων πολύσπαστων με σκοπό την ανύψωση βαριού αντικειμένου … Dictionary of Greek